τζάνεμ(ου)

τζάνεμ(ου)
Ν
1. επιφών. καλέ μου («έλα τζάνεμ[ου] να σέ ιδώ»)
2. επίρρ. τουλάχιστον («τζάνεμ[ου] να πλέρωνε κατιτίς!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canim «ψυχή μου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”